- αὐλητικαί
- αὐλητικόςoffem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδιά — η (ΑΜ παιδιά) [παις, παιδός] 1. παιχνίδι, ιδίως ομαδικό και κατάλληλα οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», Αριστοτ.) 2. χαριεντισμός, αστειότητα, πείραγμα («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek